Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το χαρακτηριστικό (γνώρισμα)

  • 1 черта

    черт||а
    ж
    1. (линия) ἡ γραμμή:
    провести \чертау́ τραβώ μιά γραμμή, ὑπογραμμίζω·
    2. (граница, предел) τό ὅριο[ν], τά πλαίσια, τό σύνορο[ν], ὁ περίβολος, ἡ περιοχή:
    пограничная \черта ἡ συνοριακή γραμμή, τά σύνορα· в \чертае́ города στά πλαίσια τής πόλης·
    3. (признак, свойство) τό χαρακτηριστικό[ν], τό γνώρισμα:
    основ-Ηέπ \черта характера τό βασικό χαρακτηριστικό· отличительная \черта τό χαρακτηριστικό γνώρισμα· ◊ \чертаы лица τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· в общих \чертаах σέ γενικές γραμμές.

    Русско-новогреческий словарь > черта

  • 2 характерный

    характерный: \характерныйая черта το χαρακτηριστικό (γνώρισμα)
    * * *

    характе́рная черта́ — το χαρακτηριστικό (γνώρισμα)

    Русско-греческий словарь > характерный

  • 3 черта

    θ.
    1. γραμμή•

    тонкая черта λεπτή λεπτή γραμμή•

    подчеркнуть -ой υπογραμμίζω•

    черта волнистая черта κυματοειδής γραμμή.

    2. όριο, σύνορο, πραγματική ή νοητή γραμμή•

    черта подъма уровня воды η άνοδος τιης στάθμης του νερού•

    черта в -е города στα όρια της πόλης•

    за -ой города πέρα από τα όρια της πόλης•

    зайти за -у περνώ την οροθετική γραμμή•

    в -е расположения войск στη γραμμή της διάταξης των στρατευμάτων.

    3. то χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα•

    -ы лица τα χαραπτηριστικάτου προσώπου•

    крупные -ы лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•

    отличительная черта χαρακτηριστικό (ίδιο, ιδιαίτερο, διακριτικό) γνώρισμα.

    || λεπτομέρεια.
    εκφρ.
    в общих (главных, основных) -ах – σε γενικές (κύριες, βασικές) γραμμές•
    до последней -ы – μέχρι τέλος (εσχάτων).

    Большой русско-греческий словарь > черта

  • 4 характерный

    характерн||ый
    прил в разн. знач. χαρακτηριστικός/ διακριτικός (отличительный):
    \характерныйое лицо χαρακτηριστικό πρόσωπο· \характерныйая черта τό χαρακτηριστικό γνώρισμα· \характерныйый пример τό χαρακτηριστικό παράδειγμα

    Русско-новогреческий словарь > характерный

  • 5 штрих

    штрих
    ж
    1. ἡ γραμμή, ἡ μολυβιά (карандашом)/ ἡ πεννιά (пером)/ ἡ κονδύλια, ἡ πινελιά (кистью)·
    2. перен τό γνώρισμα:
    характерный \штрих τό χαρακτηριστικό γνώρισμα.

    Русско-новогреческий словарь > штрих

  • 6 характерный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. (характерный)- χαρακτηριστικός• διακριτικός, ξεχωριστός• ιδιάζων•

    характерный пример χαρακτηριστικό παράδειγμα•

    -ая черта χαρακτηριστικό γνώρισμα.

    2. (характерный)• ισχυρού χαρακτήρα, ισχυρής βούλησης•

    человек он был характерный ο άνθρωπος αυτός ήταν ισχυρού χαρακτήρα.

    Большой русско-греческий словарь > характерный

  • 7 знак

    α.
    1. σημάδι, σημείο•

    опознавательные -и τα διακριτικά (γνωρίσματα) αεροσκάφους.

    || μαρτυρία, τεκμήριο, ένδειξη•

    в знак дружбы σε ένδειξη φιλίας•

    молчание знак знак согласия η σιωπή είναι κατάφαση.

    2. ίχνος, αχνάρι, πατημασιά• αποτύπωμα•

    у него остались -и после раны του έμειναν σημάδια από την πληγή.

    || στίγμα, βούλα, κουκίδα.
    3. οιωνός, προμήνυμα•

    добрый знак καλό σημάδι•

    дурной знак κακό σημάδι.

    4. σινιάλο, σήμα•

    условный знак συμβατικό σήμα•

    дать знак δίνω σήμα.

    5. συμβολικό σημάδι•

    иероглифические -и ιερογλυφικά σημάδια•

    стенографические -и στενογραφικά σημάδια•

    математические -и μαθηματικά σημάδια•

    алфавитные -и τα φθογγόσημα.

    || μάρκα, στάμπα•

    фабричный знак το σήμα της φάμπρικας.

    6. βλ. значок.
    7. νεύμα, γνέμα, γνέψιμο•

    сделать (подать) знак головой, κάνω νεύμα με το κεφάλι.

    εκφρ.
    - и отличия – τα εύσημα•
    знак почтовой оплаты – ταχυδρομικό ένσημο•
    - и различия – διάσημα, γαλόνια•
    в знак памяти – για ενθύμιο•
    под -ом – με το σύνθημα.ή με το χαρακτηριστικό γνώρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > знак

  • 8 свойство

    ουδ.
    ιδιότητα• χαρακτηριστικό γνώρισμα•

    химические -а χημικές ιδιότητες•

    свойство металла ιδιότητα του μετάλλου.

    || χαρακτήρας.
    ουδ.
    συγγένεια από αγχιστεία.

    Большой русско-греческий словарь > свойство

  • 9 характеризовать

    -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. характеризованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. χαρακτηρίζω, περιγράφω, εκθέτω αναλυτικά•

    докладчик правильно -ал положение ο εισηγητής σωστά περιέγραψε την κατάσταση.

    2. δίνω το χαρακτηριστικό γνώρισμα•

    это поступок ярко его -зует αυτή η πράξη τον χαρακτηρίζει καθαρά.

    χαρακτηρίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > характеризовать

  • 10 черта

    черта ж 1) η γραμμή; провести \чертау βάζω μια γραμμή 2) (особенность) το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα 3) (граница, предел) τα πλαίσια, το όριο; в \чертае города στα όρια της πόλης ◇ в общих \чертаах σε γενικές γραμμές
    * * *
    ж
    1) η γραμμή

    провести́ черту́ — βάζω μια γραμμή

    2) ( особенность) το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα
    3) (граница, предел) τα πλαίσια, το όριο

    в черте́ го́рода — στα όρια της πόλης

    ••

    в о́бщих черта́х — σε γενικές γραμμές

    Русско-греческий словарь > черта

  • 11 признак

    1. тех. το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα, - и сходимости ряда (мат) τα κριτήρια σύγκλισης της ακολουθίας, - Да-ламбера - του πηλίκου του Ντ'Αλαμπέρ
    - ошибки вчт. - του σφάλματος
    - точности вчт. - της ακρίβειας
    2. мед. о χαρακτήρ/ας, το σύμπτωμα
    вторичные половые - и δευτερεύωντες γενετήσιοι - ες.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > признак

  • 12 принадлежность

    θ.
    1. είδος, εξάρτημα•

    охотничьи -и κυνηγετικά είδη•

    письменные ή канцелярские -и γραφικά είδη•

    постельные ή спальные -и η κλινοστρωμνή, κρεβατόστρωση•

    -и машины εξαρτήματα της μηχανής•

    спортивные -и αθλητικά είδη•

    необходимые -и τα απαραίτητα, τα χρειώδη.

    2. ιδιότητα, γνώρισμα, χαρακτηριστικό.
    εκφρ.
    по -и отправить, посылать – στέλλω στον δικαιούχο.

    Большой русско-греческий словарь > принадлежность

  • 13 урочище

    ουδ.
    1. φυσικό όριο (σύνορο).
    2. ιδιαίτερο γνώρισμα ή χαρακτηριστικό μέρους (δασύλιο, βάλτος κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > урочище

  • 14 чёрточка

    θ.
    1. γραμμίτσα.
    2. μικρό χαρακτηριστικό ή γνώρισμα.
    3. η παύλα ή η κεραία (σημάδι γραφής).

    Большой русско-греческий словарь > чёрточка

См. также в других словарях:

  • γνώρισμα — το το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό από το οποίο αναγνωρίζεται κάποιος ή κάτι: Η ευγένεια είναι το κύριο γνώρισμά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουστότητα — Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ήχου, με το οποίο, καθαρά υποκειμενικά, διαφοροποιείται ο ισχυρός από τον ασθενή ήχο. Η α. συνδέεται με την ένταση του ήχου Ι και την ελάχιστη αντιληπτή ένταση Ιο (κατώφλι α.) με τον τύπο: Α = log (Ι/Ιο). Ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • γνώμη — η (AM γνώμη) 1. σκέψη, ιδέα, άποψη («σύμφωνη γνώμη, αντίθετη γνώμη, τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην») 2. θέληση, επιθυμία (α. «δεν τού κάμε τη γνώμη του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην σύμφωνα με την επιθυμία του») 3.… …   Dictionary of Greek

  • συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… …   Dictionary of Greek

  • σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • χαρακτηριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χαρακτηρίζει κάτι ή κάποιον, διακριτικός: Η φλυαρία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ορισμένων ανθρώπων. 2. το ουδ. ως ουσ., χαρακτηριστικό διακριτικό γνώρισμα, διακριτικό σημείο: Δε θυμάμαι τα χαρακτηριστικά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»